Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Αναμέτρηση με το Παράλογο: Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα Συριζαίοι;

Αναμέτρηση με το Παράλογο:
Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα Συριζαίοι;
Του Άρη Αλεξανδρή 


Την περίοδο της ακμής του ΣΥΡΙΖΑ τη θυμόμαστε όλοι, και πλέον μέχρι και οι πιο δογματικοί υποστηρικτές του είναι σε θέση να την κατανοήσουν και να την αναλύσουν άψογα. Θα έλεγα μάλιστα ότι η αιτιολογία της ανόδου του είναι το μόνο σκέλος της οντότητάς του ως προς το οποίο δεν διαφωνεί κανείς:
Τα παλιά κόμματα χρεοκόπησαν γιατί εξάντλησαν το περιθώριο των ψεμάτων που μπορούσαν να πουν. Μέχρι να καταλάβουν ότι έπρεπε να ’χαν πει απ’ την αρχή την αλήθεια, το κοινό τους τα εγκατέλειψε προς αναζήτηση νέου, πειστικότερου ψεύτη. Στην πολιτική αγορά εύλογα προέκυψε ένα τεράστιο κενό και μια αντίστοιχου μεγέθους ζήτηση για ένα νέο επαναστατικό προϊόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ άρπαξε την ευκαιρία, σέρβιρε το προϊόν και με το παραπάνω -τάζοντας ό,τι υπήρχε για να τάξει-, παράλληλα με τις υποσχέσεις προσέφερε ιδανική “αριστερή” ιδεολογική κάλυψη για τις συνειδήσεις των εκλογέων του, υφάρπαξε την ψήφο και ανέβηκε στην εξουσία. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Είπε ψέματα, τα έκανε μαντάρα, και οι επαναστάτες του περιέπεσαν στην αδράνεια του πολλαπλώς εξαπατημένου που κολλάει στον τελευταίο μαλάκα εραστή για να μην τον δουλεύουν οι φίλοι του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέβηκε στην εξουσία χάρη στους αριστερούς του ψηφοφόρους. Οι γνήσιοι αριστεροί είναι βέβαια γονοτυπικά ονειροπαρμένοι, αφελείς και φαντασιόπληκτοι, -γνωρίσματα που συνάδουν απόλυτα με την ανάδειξη αυτής της κυβέρνησης-, αλλά ως αυστηροί ιδεολόγοι είναι και λίγοι. Αν συνυπολογίσει κανείς, μάλιστα, τις λεπτές, σχεδόν θρησκευτικής φύσης φρονηματικές διαφορές τους, καταλαβαίνει ότι κι αυτοί οι λίγοι δεν τα βρίσκουν ούτε μεταξύ τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, εξελέγη χάρη στους απανταχού αγανακτισμένους, την εντελώς απολίτικη και νομαδικά τυχοδιωκτική μάζα, που θα πήγαινε με το μέρος οποιουδήποτε προθυμοποιούνταν να ενσαρκώσει τον Μεσσία της και να νομιμοποιήσει πολιτικά τον παραλογισμό της.
Η ιστορία, όμως, έχει δείξει ότι η παντοδύναμη αυτή μάζα που με την ορμητική της συσπείρωση δημιουργεί και καθιερώνει κυβερνήσεις που την διεγείρουν συναισθηματικά, εκδικείται με την ίδια ευκολία που αποθεώνει (το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τρανό παράδειγμα αυτής της αρχής). Πώς γίνεται λοιπόν να υπάρχουν ακόμα Συριζαίοι; Πώς γίνεται μετά απ’ όλα τα κωμικοτραγικά πολιτικά ψέματα, τα μνημόνια που ήταν να σκιστούν αλλά έμειναν ανέπαφα, τα χρέη που θα διαγράφονταν αλλά διογκώθηκαν, την παλιά διαπλοκή που θα πατασσόταν αλλά τελικά γέννησε τη νέα, τη λιτότητα που ήταν να αποτιναχθεί αλλά διαιωνίζεται, να μην έχει διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε χίλια κομμάτια από αυτούς που τον έκαναν ό,τι είναι σήμερα; Πώς γίνεται όλοι αυτοί που τάχα μου αγανάκτησαν με τα λαμόγια της μεταπολίτευσης να παρακολουθούν ατάραχοι τους κληρονόμους τους να παίρνουν σάρκα και οστά;
Φοβάμαι ότι η απάντηση βρίσκεται και πάλι στο περίφημο συναίσθημα. Οι Συριζαίοι παραμένουν Συριζαίοι παρά την προδοσία της κυβέρνησής τους, γιατί εθίστηκαν στην κουλτούρα που υιοθέτησαν ως “αγωνιστές” του κόμματος. Προσωποποίησαν την πολιτική αντιπαράθεση, κι αντί να πρεσβεύουν ιδέες και να μάχονται κατά ιδεών, έμαθαν να λατρεύουν ηγέτες και να μισούν τους αντιπάλους τους προσωπικά. Παραμένουν στις επάλξεις, δηλαδή, όχι τόσο από ιδεολογικό ζήλο, όσο επειδή έχουν πια εκπαιδευτεί να απεχθάνονται τους εχθρούς του κόμματος σαν δικούς τους.
Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση παραμένει σε γενικές γραμμές ίδια κι απαράλλαχτη, και το μίσος των Συριζαίων για την παλαιότητα που αυτή αντιπροσωπεύει, κάνει το ενδεχόμενο παραδοχής του λάθους τους να φαντάζει σαν προσχώρηση στις τάξεις της. Ο Συριζαίος φοβάται να πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τον εξαπάτησε για να μη χαρακτηριστεί από τους φίλους του Νεοδημοκράτης ή Πασόκος ή Ποταμίσιος – γιατί κατά τη μανιχαϊστική λογική που καλλιέργησε όντας υποταγμένος στον ΣΥΡΙΖΑ ‘όποιος δεν είναι μαζί μας είναι σίγουρα εναντίον μας ή εν πάση περιπτώσει μαζί με τον εχθρό μας’.
Από την άλλη, βέβαια, το φαινόμενο των Συριζαίων-ζόμπι, που αρνούνται να πεθάνουν πολιτικά, παρά το ότι όλα δείχνουν ότι το αφήγημά τους έχει ήδη κηδευτεί, οφείλεται και σ’ έναν μη πολιτικό λόγο: Δεν έχει βρεθεί ακόμα το επόμενο τρένο να πηδήξουν, δεν έχει φανεί στον ορίζοντα το λαϊκό εκείνο trend που θα διαδεχτεί την (μπανάλ πλέον) επανάσταση της πλατείας και θα ενώσει κάτω από μία στέγη τους αιώνια αφιονισμένους Έλληνες που πάντα θα ψάχνουν σωτηρία από κάτι και εκδίκηση για κάτι άλλο.
Προς το παρόν και παρά την ολοένα επιδεινούμενη παρακμή της κυβέρνησης Τσίπρα, οι Συριζαίοι εξακολουθούν να υπάρχουν και να δρουν σαν ιδιότυπη οικογένεια. Δεν είναι σαφές αν έχουν αποκηρύξει το κόμμα τους, η σύνδεσή τους είναι κάπως ρευστή κι αβέβαιη σ’ αυτή τη φάση· νομίζω στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε οι ίδιοι δεν έχουν αποφασίσει αν και κατά πόσο τους εκπροσωπεί ή το εκπροσωπούν – μάλλον αγαπούν ή μισούν τον ΣΥΡΙΖΑ ανάλογα με την (επιεική ή επικριτική) αντανάκλαση που βλέπουν στα μάτια του εκάστοτε συνομιλητή τους. Το σίγουρο είναι ότι προσδιορίζονται ταυτοτικά με άξονα τον αντίπαλό τους. Κατασκευασμένοι πολιτικοί villains όπως η φασιστική Ευρώπη, ο παρανοϊκός Σόιμπλε, οι ανάλγητοι τραπεζίτες, οι φιλελέδες και τα συστημικά διαπλεκόμενα media προσδίδουν στον Συριζαίο υπόσταση και σκοπό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το κάνει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, εξ ου και τον βλέπουμε να επιβιώνει παρ’ όλο που η μήτρα του ατροφεί και συρρικνώνεται καθημερινά.

Με λίγα λόγια, μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τελειώσει, αλλά ο Συριζαίος θα συνεχίσει να υπάρχει. Κι αυτό, επειδή αφενός προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ οντολογικά, αφετέρου ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να τον επικαιροποιήσει, να τον εξοπλίσει με ανθεκτικά στην πρόοδο όπλα και να ευλογήσει τα τελευταία με ιδεολογική νομιμοποίηση (ανορθολογισμός, συνωμοσιολογία, αυθαιρεσία, γκαρίδες, λαϊκισμός, – όλα τους έφυγαν απ’ το περιθώριο και πλέον εξασκούνται απροκάλυπτα ως αρετές). Με την (πολιτική) εξαφάνισή του να μοιάζει απίθανη, γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε πολιτισμική μεταβολή, μόνη μας ελπίδα τώρα είναι να μην ξαναβρεθεί κάποιος που θα ριζοσπαστικοποιήσει και θα μαζοποιήσει εκ νέου τον Συριζαίο. Η ανενεργή μορφή του αποτελεί τη μοναδική ρεαλιστική μας πιθανότητα να πάψουμε να τον λουζόμαστε.

Η ευθύνη πάντα εξατομικεύεται και ουδέποτε είναι συλλογική ή διαχέεται…

Το καλύτερο άρθρο που έχει γραφεί για την… παρακμή του Συριζαίου ψηφοφόρου!

Η κατάπτωση του πιο αγωνιστικού «ανθρωπότυπου»!


Ο Άρης Αλεξανδρής στο thecurlysue.com γράφει ένα άρθρο-ποταμό για την άνοδο και την πτώση του
 συριζαίου ψηφοφόρου…
20 Μαΐου 2016 
«Όταν αναλύαμε το έγκλημα της απάτης στη σχολή, μου έκανε εντύπωση που  ο
καθηγητής του ποινικού δικαίου επέμενε πως η αστρολογία δεν εμπίπτει στο
πλαίσιό του. Τι κι αν πρόκειται για εργαλείο εμπορικής εκμετάλλευσης της
ανθρώπινης ηλιθιότητας, η αστρολογία ως έννοια και δραστηριότητα ενέχει τόση
κοινωνική απαξία, είναι τόσο έκδηλα ανυπόστατη που είναι αυτονόητο ότι ψεύδεται.

Καταφεύγοντας στην αστρολογία για να λύσεις τα προβλήματά σου, λοιπόν,
αποδέχεσαι το γεγονός ότι κάποιος θα σου πουλήσει αστοιχείωτες κουταμάρες ως
αλήθεια – τις οποίες αγοράζεις αυτοβούλως γνωρίζοντας καλά ότι κανείς δεν μπορεί
να τις αποδείξει. Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, συνεπώς δεν σε εξαπατά κανείς.

 Με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ συνέβη ακριβώς το ίδιο. Κανείς ποτέ δεν τους
παραπλάνησε γιατί ούτως ή άλλως ποτέ δεν τους ενδιέφερε η κυριολεκτική αλήθεια. 
Δεν τους απομάκρυνε, λοιπόν, κάποιος από αυτήν-αντιθέτως, την απέρριψαν μόνοι
τους επειδή ήταν δυσάρεστη.

Τα αντικειμενικά δεδομένα ήταν γι’αυτούς συνωμοσίες, κινδυνολογία και
προπαγάνδα, έτσι επέλεξαν να τα αγνοήσουν, κατασκευάζοντας μια εναλλακτική
πραγματικότητα εναρμονισμένη με τους ευσεβείς τους πόθους και απαλλαγμένη
απ’ ό,τι τους χάλαγε.
Εξαρχής πίστεψαν ολοφάνερα ψεύδη, ιδεολογικοποίησαν το παράλογο και
εμπιστεύθηκαν αστείες διακηρύξεις που αντίκεινται στη λογική, στον νόμο και την
κοινή πείρα. Η πεποίθηση ότι μία χώρα μπορεί να σκίσει συμβάσεις που υπέγραψε,
να διαγράψει τα χρέη της μονομερώς, να διατηρήσει κάθε της προνόμιο εν μέσω
χρεοκοπίας, και να διεκδικήσει αέναη χρηματοδότηση από ξένους εταίρους, χωρίς
όρους και περιορισμούς, δεν είναι πολιτική, είναι ρεμβασμός – μία φαντασίωση που
κανείς δεν δικαιολογείται να πιστεύει. Και το ξέραμε όλοι, εκτός από αυτούς.

Η πιο τρομακτική, όμως, ψυχολογική πτυχή των Συριζαίων ψηφοφόρων δεν ήταν η
ροπή τους στην ευήθεια. Αυτή μπορεί και να είναι συγγνωστή. Ήταν ότι ακόμα κι όταν 
οι εξωλογικές προσδοκίες τους διαψεύστηκαν έμπρακτα, δεν κατάλαβαν το 
σφάλμα τους.

Δεν τους πείραξε που πείστηκαν ότι πετάει ο γάιδαρος.
Τους πείραξε που τελικά ο γάιδαρος δεν πέταξε.
Και εξακολουθούν να περιμένουν (και να το θεωρούν λογικό) ότι κάτι τέτοιο
πρέπει/μπορεί/θα μπορούσε να συμβεί.
Και πάλι κατασκευές εχθρών, και πάλι υστερικά σενάρια, και πάλι πόλωση, και πάλι
διχασμός. Άλλαξαν μόνο τα πρόσωπα του παιχνιδιού, όχι το μωρουδίστικο παιχνίδι.

Κι επειδή το θράσος είναι κατ’εξοχήν γνώρισμα των ανθρώπων που δεν
αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους για τίποτα, ούτε για τα δεινά που προκάλεσαν στους 
φίλους τους ούτε καν για όσα επέσυραν στους εαυτούς τους, οι Συριζαίοι ψηφοφόροι 
σήμερα είναι τα πάντα εκτός από μεταμελημένοι.

Μερικοί τα ‘χουν βάλει με τον Τσίπρα που δεν έκανε τα μαγικά που υποσχέθηκε,
άλλοι τα έβαλαν με την Ευρώπη ως οικονομία επειδή τους δανείζει υπό όρους,
άλλοι με την Ευρώπη ως κουλτούρα επειδή τους ερεθίζει ό,τι δεν καθρεφτίζει τη
μιζέρια τους, και άλλοι απλώς διασκεδάζουν την αμηχανία τους πλάθοντας
εσωτερικούς εχθρούς.

Κάποιο κανάλι, κάποιος δημοσιογράφος, κάποιος μη αριστερός φταίει για όλα – αυτοί 
τα έκαναν όλα άψογα. Άλλωστε είναι αριστεροί, και στο τέλος της ημέρας αυτό
καθαγιάζει και νοηματοδοτεί κάθε τους ενέργεια επιρρίπτοντας παράλληλα όλες τις
ευθύνες στον αντίπαλο- ακριβώς όπως ο θεός συγχωρεί τις αμαρτίες των τέκνων του
και την ευθύνη τους επωμίζεται ο διάβολος. Το ίδιο σκεπτικό, η ίδια μονολιθικότητα, 
ο ίδιος φανατισμός θρησκευτικού τύπου.

Το πρόβλημα με τους Συριζαίους ψηφοφόρους στην ουσία του, πάντως, δεν έχει να
κάνει με τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας συγκυριακός ξενιστής ενός
διαχρονικού μικροβίου ισχυρότερου από αυτόν, του μικροβίου της ανεύθυνης λαϊκής 
ανοησίας, η οποία αυτή τη φορά έτυχε να ενισχυθεί από τα μπαχαρικά της αριστερής 
φαντασιοπληξίας γιατί ήταν η σειρά της αριστεράς να το φιλοξενήσει στον οργανισμό 
της.

Στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ή και η Χρυσή Αυγή,
όλα τους εν δυνάμει δοχεία της ακατέργαστης οργής της μάζας, που δεν φιλτράρεται 
ποτέ από τη λογική, μόνο συσπειρώνεται στον εκάστοτε πρόσφορο λαϊκιστή για να
χυθεί μετά σαν εμετός παντού.
Ιδεολόγοι της πλάκας και ευκαιριακά αρρωστάκια του trend ενώθηκαν σε ένα νοσηρό 
πολιτικό μείγμα χωρίς αρχές και συνοχή, για να διαμαρτυρηθούν, να εξουσιάσουν, και 
να κάνουν μια τρύπα στο νερό λίγο πριν διαλυθούν και τραβήξει ο καθένας την
πορεία του.

Η πτώση του συριζαϊκού ιδεώδους βρίσκει τους θιασώτες του σε γνωστική
ασυμφωνία.
Το αριστερό μνημόνιο δεν είναι ακριβώς μνημόνιο, αλλά ακόμα κι αν είναι,
δεν οφείλεται στην αριστερή κυβέρνηση.
Αλλά ακόμη κι αν οφείλεται, δεν φταίνε οι ψηφοφόροι της.

Η σωστή στάση στο δημοψήφισμα ήταν το ΟΧΙ που σήμαινε ΟΧΙ στα μέτρα, αλλά τα
μέτρα που παίρνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «πιάνονται» γιατί οφείλονται στους οπαδούς
του ΝΑΙ, που μπορεί να μην επικράτησε αλλά υποστήριξε την Ευρώπη.
Οι Ευρωπαίοι  είναι τοκογλύφοι, εκβιαστές και πραξικοπηματίες,
αλλά εμείς μπορούμε να τους ζητάμε λεφτά κι αυτοί οφείλουν να μας τα δώσουν.
Αν μας τα δώσουν, φταίνε που τα θέλουν πίσω.
Αν δεν μας τα δώσουν, απεργάζονται τον αφανισμό μας βυθίζοντάς μας στη
φτώχεια.

Πανικός και σύγχυση, τα συμπτώματα του ρεζιλέματος.

Εγκλωβισμένοι σε ένα συμπλεγματικό και άτοπο blame game, προσπαθούν να
προσαρμόσουν την πραγματικότητα στα μέτρα τους για να διασώσουν την περηφάνια 
τους, αντί να έρθουν επιτέλους αυτοί στα μέτρα της πραγματικότητας.
Παιδάκια με χεσμένα  παντελόνια που αρνούνται ότι χέστηκαν.

Σιγά σιγά, οι Συριζαίοι ψηφοφόροι που δεν προσβλέπουν σε κάποια ευεργεσία του
κόμματος, αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από αυτό.

Έχει πλάκα, γιατί δεν παραδέχονται ευθέως την αστοχία τους, αλλά διεκδικούν
σιωπηλά κάτι σαν δικαίωμα στη λήθη – όπως συμβαίνει όταν βγαίνει απ’ τη μόδα
ένα ρούχο που φόρεσες και θες να ξεχαστεί απ’ όλους η εικόνα του πάνω σου.
Ξαφνικά χάνουν την πολιτική τους ταυτότητα κι αρχίζουν να αυτοπροσδιορίζονται
μέσα από την αντιδιαστολή·
Δεν κραυγάζουν πια τι είναι αλλά τι δεν είναι (η σύγκριση με κάτι εξόφθαλμα κακό
αποβαίνει πάντα ευνοϊκή για τον συγκρινόμενο).

Η κυβέρνηση που στήριξαν με μανία (θυμάστε άραγε τις πορείες στήριξης της
κυβέρνησης στο Σύνταγμα;) ψηφίζει τερατώδη νομοσχέδια στη Βουλή,
αλλά αυτοί τώρα ασχολούνται με τη μουσική, τα live τους, τις τέχνες τους, πράγματα
απαγορευμένα όσο κυβερνούσαν οι “χουντικοί” προκάτοχοι του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αγωνιστικότητα έπεσε σε νάρκη, η επανάσταση ματαιώθηκε, η πολυδιαφημισμένη
ελπίδα έγινε γαργάρα ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο ποτό του σαββατιάτικου
αράγματος στα Εξάρχεια.
Αλλά δεν πειράζει, αυτοί είναι αριστεροί και στο κάτω κάτω “οι άλλοι καλύτεροι ήταν;”




Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Οριάνα Φαλάτσι: Ξυπνήστε! Φοβάστε μην σας πουν ρατσιστές!



   

Δευτέρα, 29 Φεβρουαρίου 2016



Οριάνα Φαλάτσι: Ξυπνήστε! Φοβάστε μην σας πουν ρατσιστές!



http://www.briefingnews.gr/sites/default/files/styles/slider__638x287_/public/field/image/oriana_fallaci.jpg?itok=jaoVXUmc













 Οριάνα Φαλάτσι ήταν Ιταλίδα δημοσιογράφος, πολεμική ανταποκρίτρια και συγγραφέας,
 γνωστή για την σχέση της με τον Αλέκο Παναγούλη, ο οποίος έδρασε κατά της δικτατορίας 
των Συνταγματαρχών. Οπότε η τοποθέτησή της δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί 
ως ακροδεξιά.

Συγκλονίζουν τα γραφόμενά της στο βιβλίο ««Η Οργή και η Υπερηφάνεια», τ

ο οποίο αποτελεί καταπέλτη για την σημερινή θολοκουλτούρα και τον δήθεν «αντιρατσισμό».

«Ξυπνήστε, άνθρωποι μου, ξυπνήστε! Μέσα στο φόβο σας να βαδίσετε ενάντια στο ρεύμα,

 μην τυχόν και σας περάσουν για ρατσιστές, δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε 

ότι μια Αντίστροφη Σταυροφορία έχει ήδη αρχίσει», αναφέρει εννοώντας προφανώς
 το σχέδιο της Νέας Τάξης να γεμίσει την Ευρώπη με μουσουλμάνους 
για να δημιουργηθεί χάος και να επιβληθεί η πανθρησκεία ως «λύση ειρήνης».

Η ασυμβίβαστη Οριάνα Φαλάτσι, με το ελληνικό αίμα από την Magna Grecia 

να βράζει μέσα της, γράφει μέσα στο βιβλίο, όπως τα βρήκαμε σε μέσο ενημέρωσης:
Στην σημερινή Ιταλία και Ευρώπη (…) οι μετανάστες έρχονται, 
όποτε τους αρέσει και όποτε θέλουν.
Τρομοκράτες, κλέφτες, βιαστές, πρώην κατάδικοι, πόρνες, ζητιάνοι, έμποροι ναρκωτικών, 
άτομα με μεταδοτικές ασθένειες. 
Δεν ελέγχεται το ιστορικό ούτε καν εκείνων που παίρνουν άδεια εργασίας.

Από την στιγμή, που περνούν τα σύνορα, τους παρέχεται φιλοξενία, τροφή και ιατρική περίθαλψη,

 με επιβάρυνση των γηγενών. Εννοώ των Ιταλών φορολογουμένων. 
Λαμβάνουν ακόμη και ένα μικρό ποσό χρημάτων για τα τρέχοντα μικροέξοδά τους. 
Όσο για τους παράνομους μετανάστες, ακόμη κι αν απελαθούν επειδή έχουν διαπράξει κάποιο 
φριχτό έγκλημα, πάντοτε καταφέρνουν να επιστρέψουν. 
Αν απελαθούν ξανά, πάλι γυρίζουν πίσω.
 Φυσικά, για να διαπράξουν κι άλλα εγκλήματα. Και οι πολιτικοί μας δεν κάνουν τίποτε.
 Ανάθεμά τους!

Αιτία θανάτου τής Οριάνα Φαλάτσι......καρκίνος .........τυχαίο;..μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 

συγκέντρωσε τα πυρά των κριτικών με το σκεπτικό ότι προκαλεί το μίσος εναντίον των μουσουλμάνων.
Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Μανχάταν, τη δεύτερη πατρίδα της όπως αποκαλούσε.

Δε θα ξεχάσω ποτέ τις διαδηλώσεις, που έκαναν πέρυσι οι παράνομοι, κατακλύζοντας τις πλατείες μας, 

για να απαιτήσουν με αυθάδεια άδειες παραμονής.
 (Οι περισσότεροι ανέμιζαν τις σημαίες της χώρας τους ή κόκκινες σημαίες).

Αυτά τα παμπόνηρα, παραμορφωμένα πρόσωπα.

Αυτές οι υψωμένες γροθιές, έτοιμες να μας  χτυπήσουν, εμάς τους γηγενείς, να μας κλείσουν σε καταυλισμούς. 
Αυτές οι κραυγές, που έφερναν στο νου τις κραυγές των οπαδών του Χομεινί στο Ιράν, 
του Μπιν Λάντεν στην Ινδονησία, Μαλαισία, Πακιστάν, Ιράκ, Σενεγάλη, Σομαλία, Νιγηρία κ.ο.κ…

H Ιτα
λία είναι ένα πολύ παλαιό έθνος. Με εξαίρεση την Ελλάδα, θα έλεγα πως είναι 
το παλαιότερο της Δύσης. 
Η καταγεγραμμένη ιστορία της ξεκινά πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, όταν ιδρύθηκε η Ρώμη. 
Ή, καλύτερα, από την εποχή που οι Ετρούσκοι αποτελούσαν ήδη πολιτισμένη κοινωνία. 
Σ’ αυτές τις τρεις χιλιετίες, παρ’ όλη την εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, 
παρ’ όλες τις εισβολές, που προκάλεσαν την Πτώση αυτού του εκπληκτικού επιτεύγματος, 
παρ’ όλες τις κατακτήσεις που μας είχαν διαμελίσει για πολλούς αιώνες, 
η Ιταλία δεν υπήρξε ποτέ έθνος μεταναστών. Δηλαδή, ένα μείγμα από φυλές, θρησκείες και γλώσσες.

Ούτε αλλοιώθηκε η ταυτότητά της από τις επιδράσεις των κατακτητών της. 

Επίσης, για δυο χιλιάδες χρόνια, η ενότητά μας ήταν βασισμένη σε μια θρησκεία, 
που ονομάζεται Χριστιανισμός, σε μια εκκλησία που ονομάζεται Καθολική Εκκλησία… 
Πάρτε εμένα σαν παράδειγμα. «Είμαι άθεη και αντικληρικών αντιλήψεων, 
δεν έχω τίποτε κοινό με την Καθολική Εκκλησία», δηλώνω πάντοτε. Κι αυτό είναι αλήθεια. 
Αλλά ταυτόχρονα είναι και ψέμα.

Γιατί, είτε μου αρέσει είτε όχι, έχω αρκετά κοινά με την Καθολική Εκκλησία. 

Πιστέψτε με, γαμώτο! Πώς θα μπορούσα να μην έχω; 
Γεννήθηκα σ’ έναν τοπίο γεμάτο τρούλους εκκλησιών, μοναστήρια, Χριστούς, Μαντόνες, Αγίους, 
σταυρούς και καμπάνες.
 Οι πρώτες μελωδίες που άκουσα, όταν γεννήθηκα, ήταν οι μελωδίες από τις καμπάνες.

Τι καμπάνες του Καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, που τον Καιρό του Αντίσκηνου, 

ο μουεζίνης προσβλητικά κατέπνιγε με τα δικά του Αλλάχ-ακμπάρ.
 Γεννήθηκα και μεγάλωσα με αυτή την μουσική, με αυτό το τοπίο γύρω μου, με αυτή την Εκκλησία,
 που την έχουν προσκυνήσει ακόμη και μεγάλα μυαλά, όπως ο Ντάντε Αλιγκιέρι, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι,
 ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Γαλιλαίος Γαλιλέι.

Μέσα από αυτήν έχω μάθει, τι είναι γλυπτική, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, ποίηση 

και λογοτεχνία, καθώς και τι σημαίνει ο συνδυασμός της ομορφιάς με την γνώση. 
Χάρη σ’ αυτήν άρχισα κάποτε ν’ αναρωτιέμαι, τι είναι το Καλό και το Κακό, αν υπάρχει Θεός. 
Αν μας έπλασε Εκείνος ή εμείς Εκείνον και αν η ψυχή είναι μια χημική ένωση, 
που μπορεί να υποστεί επεξεργασία σε εργαστήρια ή είναι κάτι περισσότερο από αυτό.
 Και μα τον Θεό…

Βλέπετε; Πάλι χρησιμοποίησα την λέξη «Θεός». Παρ’ όλες τις λαϊκές και αντικληρικές μου αντιλήψεις,

 παρ’ όλο τον αθεϊσμό μου, είμαι τόσο διαποτισμένη από τον Καθολικό πολιτισμό, 
ώστε αυτός να είναι αναπόσπαστο μέρος του γραπτού και προφορικού μου λόγου. 
Μα τον Θεό, για όνομα του Θεού, προς Θεού, δόξα τω Θεώ, Θεέ και Κύριε, Παναγία μου, 
έλα Παναγία μου, Χριστέ και Παναγιά μου, στην ευχή του Χριστού. Χριστέ μου… 
Τέτοιες εκφράσεις μου έρχονται τόσο αυθόρμητα, που δε συνειδητοποιώ, 
ότι τις λέω ή ότι τις γράφω. Και να σας τα πω όλα; Και εν τέλει ας το παραδεχτούμε: 
οι καθεδρικοί ναοί μας είναι πιο όμορφοι από τα τζαμιά, τις συναγωγές, 
τους βουδιστικούς ναούς και τις άχρωμες εκκλησίες των Διαμαρτυρομένων.

Για όνομα του Θεού, για άλλη μια φορά, αυτό που θέλω να πω είναι, 

ότι εμείς oι Ιταλοί δε βρισκόμαστε στην ίδια θέση με τους Αμερικανούς. 
Δεν είμαστε ένα χωνευτήρι πολλών και διαφόρων ειδών, 
δεν είμαστε ένα μωσαϊκό από ανομοιομορφίες, συγκολλημένες μονάχα με μια ιθαγένεια.

Εννοώ, ότι ακριβώς επειδή η πολιτιστική μας ταυτότητα είναι ήδη προσδιορισμένη 

από την χιλιόχρονη ιστορία μας, δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε ένα κύμα μεταναστών, 
που δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εμάς… και που δε θέλουν να γίνουν σαν εμάς, 
να απορροφηθούν από εμάς. Αντίθετα, μάλιστα, θέλουν να μας απορροφήσουν εκείνοι. 
Θέλουν ν’ αλλάξουν τις αρχές μας, τις αξίες μας, την ταυτότητά μας, τον τρόπο ζωής μας. 
Και στο μεταξύ, μας αναστατώνουν με την οπισθοδρομική άγνοιά τους, 
με την οπισθοδρομική μισαλλοδοξία τους, με την οπισθοδρομική θρησκεία τους.

Αυτό που εννοώ είναι, ότι στον δικό μας πολιτισμό δεν υπάρχει χώρος για μουεζίνηδες 

και μιναρέδες, για ψευτο-εγκράτειες, για το ταπεινωτικό τσαντόρ, για την εξευτελιστική μπούρκα. 
Ακόμη κι αν υπήρχε χώρος γι′ αυτούς τους ανθρώπους, εγώ δεν θα τους τον παραχωρούσα.

Γιατί θα ήταν σαν να έσβηνα την ταυτότητά μας, σαν να εκμηδένιζα τα επιτεύγματά μας. 
Θα ήταν σαν να έφτυνα κατάμουτρα την ελευθερία, την οποία κερδίσαμε, 
τον πολιτισμό που έχουμε αναπτύξει, την ευημερία που έχουμε αποκτήσει. 
Θα ήταν σαν να ξεπουλούσα την χώρα μου, την πατρίδα μου. 
Κι η χώρα μου, η πατρίδα μου δεν είναι προς πώληση.


Το διαβάσαμε από το: Οριάνα Φαλάτσι: Ξυπνήστε! Φοβάστε μην σας πουν ρατσιστές! Κινδυνεύει ο Χριστιανισμός από τις ορδές του Ισλάμ



Οριάνα Φαλάτσι: "Αν δεν πολεμήσουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει"!!



            Δημοσιεύτηκε: 10/14/2013 04:25:00 μ.μ.
| By Κωνσταντίνος Τερζή
ςΟριάνα Φαλάτσι: "Αν δεν πολεμήσουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει"
Το πρόσωπο του ισλαμισμού μέσα από τα μάτια της «προφητικής» Οριάνα Φαλάτσι 
Οι μουσουλμάνοι και η «ημισεληνοφορία» κατά της Δύσης 

Του Περικλή Αθηναίου

Πολλοί είναι εκείνοι που δικαιώνονται μετά θάνατον. Οι πραγματικές αυθεντίες, οι άνθρωποι που όντως είχαν κάτι καινούριο ή «αιρετικό» για τα δεδομένα της εποχής τους να πουν, πολεμήθηκαν εν ζωή, άσχετα αν τιμήθηκαν ή όχι. Η Οριάνα Φαλάτσι όμως δικαιώθηκε. Πριν από μία δεκαετία, με τα γραπτά της μας προειδοποίησε για τα αποτελέσματα της μαζικής μετανάστευσης μουσουλμάνων στη Γηραιά Ήπειρο («εγκατάστασή τους μοιάζει με την εγκατάσταση των Μαυριτανών στην Πορτογαλία και στην Ισπανία πριν από χίλια χρόνια»), τα δεινά που επέρχονται εξαιτίας του φαινομένου, αλλά και για μια σύγκρουση η οποία αποκτά ολοένα και περισσότερο θρησκευτική χροιά. Και η Ιταλίδα δημοσιογράφος, συγγραφέας του μυθιστορήματος Ινσαλλάχ (Εξάντας, Αθήνα 1992) που άφησε εποχή, γνώρισε το Ισλάμ εκ του σύνεγγυς και «δικαιούται διά να ομιλεί». Περάσαμε, λοιπόν, στην εποχή της «ημισεληνοφορίας» κατά της Δύσης, με την εκούσια ή ακούσια συνδρομή –με στοιχεία ανίερης συμμαχίας–, μάλιστα, δογματικών δυτικών φιλελεύθερων αλλά και μαρξιστογενών;

Η προειδοποίηση
Το βιβλίο Οργή και Περηφάνια (Γκοβόστης, Αθήνα 2003) της Ιταλίδας δημοσιογράφου είναι καταγγελτικό και συνιστάται η ανάγνωσή του την ώρα που η Δύση συντάσσεται εκ νέου και αδικαιολόγητα με την πιο σκληρή εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ. Έγραψε η Φαλάτσι για τις προηγούμενες επεμβάσεις: «Είναι μια πολιτιστική, μια θρησκευτική διαμάχη. Και οι στρατιωτικές μας επιτυχίες δεν πρόκειται να βάλουν φρένο στην επιθετικότητα της ισλαμικής τρομοκρατίας. Αντίθετα μάλιστα, την ενθαρρύνουν. Την εξοργίζουν, την πολλαπλασιάζουν. Τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη». Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου αρχίζουν οι προειδοποιήσεις: «Στην Ευρώπη, τα τζαμιά που πολλαπλασιάζονται, όχι χάρη σε κάποιον ακλόνητο σεβασμό για κάθε θρησκεία αλλά υπό τη σκέπη ενός αναγεννημένου φανατισμού και ενός ξεχασμένου λαϊκισμού, κυριολεκτικά βρίθουν από τρομοκράτες ή υποψήφιους τρομοκράτες». Και σημειώνει πως «στη σημερινή Ιταλία και Ευρώπη όμως, οι μετανάστες έρχονται όποτε τους αρέσει και όποτε θέλουν. Τρομοκράτες, κλέφτες, βιαστές, πρώην κατάδικοι, πόρνες, ζητιάνοι, έμποροι ναρκωτικών, άτομα με μεταδοτικές ασθένειες. Δεν ελέγχεται το ιστορικό ούτε καν εκείνων που παίρνουν άδεια εργασίας. Από τη στιγμή που περνούν τα σύνορα, τους παρέχεται φιλοξενία, τροφή και ιατρική περίθαλψη, με επιβάρυνση των γηγενών». Αποτυπώνει, δε, το κλίμα της εποχής μας, λέγοντας πως «στο όνομα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορείς καν να διατυπώσεις τις υποψίες σου για κάποιον που έχει αραβικά χαρακτηριστικά. Αλλιώς κατηγορείσαι αμέσως για αδιαλλαξία, προκατάληψη, ρατσισμό…».

Ο κίνδυνος
Για τους μουσουλμάνους, η Οριάνα Φαλάτσι τονίζει πως «οι καλύτερα εκπαιδευμένοι και οι πιο ευφυείς από αυτούς δεν μένουν στις μουσουλμανικές χώρες ούτε σε σπηλιές στο Αφγανιστάν ή σε τζαμιά στο Ιράν ή το Πακιστάν. Βρίσκονται στις δικές μας χώρες, στις δικές μας πόλεις, στα πανεπιστήμιά μας, στις επιχειρήσεις μας. Έχουν εξαιρετικές σχέσεις με τις Εκκλησίες μας, τις τράπεζές μας, τους τηλεοπτικούς σταθμούς μας, τις εφημερίδες μας, τους εκδότες μας, τις ακαδημαϊκές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις μας και με τα πολιτικά μας κόμματα. Φωλιάζουν στα γάγγλια της τεχνολογικής μας υποδομής. Κι ακόμη χειρότερα, ζουν στην καρδιά μιας κοινωνίας που τους φιλοξενεί χωρίς να διερωτάται για τη διαφορετική νοοτροπία τους, χωρίς να ελέγχει τις κακές προθέσεις τους, χωρίς να τιμωρεί το σκοταδιστικό φανατισμό τους. Μια κοινωνία που τους δέχεται χάρη στο ανεκτικό πνεύμα της Δημοκρατίας της, στην ανοιχτόμυαλη και απεριόριστη επιείκειά της, στη χριστιανική συμπόνια της, στις φιλελεύθερες αρχές της και στους πολιτισμένους νόμους της… Κατά τη διάρκεια μιας Συνόδου που έγινε στο Βατικανό τον Οκτώβριο του 1999, για να συζητηθούν οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ένας επιφανής και πολυμαθής εκπρόσωπος του Ισλάμ άφησε άναυδο το ακροατήριο, λέγοντας με άνεση και αυθάδεια: “Μέσω της Δημοκρατίας σας θα σας κυριεύσουμε, μέσω της θρησκείας μας θα σας επιβληθούμε”».

Ο πόλεμος
Όσο για τον πόλεμο «που έχουν κηρύξει οι γιοι του Αλλάχ εναντίον της Δύσης», αυτός έχει κατά τη Φαλάτσι «ήδη αρχίσει και θα συνεχιστεί. Μέχρι την τελευταία πνοή». Και υπογραμμίζει για τους μουσουλμάνους πως «ο πόλεμος εναντίον τους θα είναι πολύ σκληρός. Πολύ χρονοβόρος, πολύ δύσκολος, πολύ σκληρός. Εκτός και αν εμείς οι Ευρωπαίοι σταματήσουμε να τα κάνουμε πάνω μας από το φόβο μας και να παίξουμε διπρόσωπο παιγνίδι με τον εχθρό, εγκαταλείποντας την αξιοπρέπειά μας. Μια πρόταση που ισχύει ακόμη και για τον ίδιο τον Πάπα». Και καλεί τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο: «Ξυπνήστε, άνθρωποί μου, ξυπνήστε! Μέσα στο φόβο σας να βαδίσετε ενάντια στο ρεύμα, μην τυχόν και σας περάσουν για ρατσιστές (παρεμπιπτόντως, αυτό είναι μια λανθασμένη έκφραση, γιατί το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με μια ράτσα, μια φυλή, αλλά με μια θρησκεία), δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι μια Αντίστροφη Σταυροφορία έχει ήδη αρχίσει. Τόσο τυφλωμένοι είστε από τη μυωπία και την ηλιθιότητα του Politically Correct, που δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι έχει αρχίσει να διεξάγεται ένας θρησκευτικός πόλεμος. Ένας πόλεμος που ονομάζεται Τζιχάντ. Ένας πόλεμος που ίσως δεν στοχεύει στην κατάληψη των εδαφών μας (ίσως;), αλλά σίγουρα στοχεύει στην κατάληψη των ψυχών μας και στην εξαφάνιση της ελευθερίας μας. Είναι ένας πόλεμος που στοχεύει στην καταστροφή του πολιτισμού μας, γιατί θέλουν να μας καθορίσουν πώς θα ζούμε και πώς θα πεθαίνουμε, αν θα προσευχόμαστε ή όχι, τι θα τρώμε και τι θα πίνουμε, πώς θα ντυνόμαστε, πώς θα μορφωνόμαστε, πώς θα απολαμβάνουμε τη Ζωή… Αν δεν υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας, αν δεν πολεμήσουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει. Ναι, θα νικήσει και θα καταστρέψει τον κόσμο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουμε καταφέρει να χτίσουμε… Θα ακυρώσει τον πολιτισμό μας, την τέχνη μας, την επιστήμη μας, την ταυτότητά μας, την ηθική μας, τις αξίες μας, τις χαρές μας… Με ποια λογική συνεχίζουμε να σεβόμαστε αυτούς που δεν σέβονται εμάς; Τι είδους αξιοπρέπεια είναι αυτή, να υπεραμυνόμαστε του πολιτισμού τους, ή του υποτιθέμενου πολιτισμού τους, τη στιγμή που αυτοί απεχθάνονται το δικό μας πολιτισμό;… Ο πολιτισμός θα εξαφανιστεί και θα καταλήξουμε να έχουμε τζαμιά αντί για καμπαναριά, να φοράμε μπούρκα αντί για μίνι φούστες, να πίνουμε γάλα καμήλας αντί για το συνηθισμένο ποτηράκι μας… (οι μουσουλμάνοι) απαιτούν, και οι απαιτήσεις τους γίνονται δεκτές, την ανέγερση καινούριων τζαμιών. Ενώ οι ίδιοι στις χώρες τους δεν επιτρέπουν να χτιστεί ούτε το παραμικρό ξωκλήσι και δολοφονούν τις καλόγριες και τους ιεραπόστολους. Και αλίμονο στον πολίτη που απελπισμένος πια θα τολμήσει να φωνάξει: “Πηγαίνετε στις χώρες σας”… “Ρατσιστή, ρατσιστή”. Και οι Φλωρεντίνοι κρατούν κλειστά τα στόματά τους. Ταπεινωμένοι κι απογοητευμένοι, υποκύπτουν στον εκβιασμό της λέξης “ρατσιστής”».

Και προσέξτε εδώ: «Στη Ζωή και στην Ιστορία υπάρχουν στιγμές που δεν επιτρέπεται ο φόβος. Στιγμές που ο φόβος είναι ανήθικος και απολίτιστος. Έτσι, εκείνοι που λόγω αδυναμίας ή βλακείας (ή της συνήθειας να το έχουν δίπορτο) αποφεύγουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει τούτος ο πόλεμος, δεν είναι μονάχα δειλοί: Είναι και μαζοχιστές». Και με εγκωμιαστικές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα («Πίσω από το δικό μας πολιτισμό κρύβεται ο Όμηρος, ο Φειδίας, υπάρχει ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αρχιμήδης. Υπάρχει η θεσπέσια γλυπτική και αρχιτεκτονική της, η ποίηση, η φιλοσοφία της και οι αρχές της Δημοκρατίας»), αλλά, αν και άθεη, και στον Ιησού («Πέθανε στο σταυρό για να μας διδάξει την έννοια της αγάπης και της δικαιοσύνης»), μιλά για την απέχθεια των μουσουλμάνων στη μουσική: «“Κάνοντάς σας μια μεγάλη παραχώρηση, μπορώ να επιτρέψω ένα στρατιωτικό εμβατήριο”, μου είπε ο Χομεϊνί όταν του είχα πάρει συνέντευξη».

Τι πάνε να κάνουν στη Συρία;
Οι Δυτικοί ψάχνουν τρόπο να δικαιολογήσουν άλλη μια επέμβαση, αυτή τη φορά στη Συρία. Κι ενώ ο κίνδυνος εκκολάπτεται μέσα στον κόρφο της ίδιας της ευρωπαϊκής επικράτειας, κάποιοι αντιλαμβάνονται ως το μεγάλο κίνδυνο για τα «δημοκρατικά ιδεώδη» την παρουσία κάποιων απολυταρχικών –αλλά συνάμα κοσμικών– καθεστώτων στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική. Οι πολιτικές ελίτ της Δύσης, παραγνωρίζοντας με δογματικό τρόπο τον πολιτισμικό και θρησκευτικό παράγοντα, προσπαθούν να επιβάλουν τις εκκοσμικευμένες αντιλήψεις τους με επεμβάσεις, που όμως ενδυναμώνουν αντί να αποδυναμώσουν το ριζοσπαστικό Ισλάμ.

Η Ιταλίδα δημοσιογράφος δεν τρέφει αμφιβολίες για το πώς αντιλαμβάνονται οι μουσουλμάνοι την ανοχή και την ανεξιθρησκία. Περιγράφει σκηνές βεβηλώσεων χριστιανικών ναών από την πολιορκημένη Βηρυτό του 1982, που θυμίζουν τη σημερινή Συρία: «Για όνομα του Θεού! Το 1982, τους είδα να καταστρέφουν τις Καθολικές εκκλησίες, να καίνε τους Σταυρούς, να βεβηλώνουν τις εικόνες της Παναγίας, να κατουρούν πάνω στις Άγιες Τράπεζες, να μετατρέπουν τα παρεκκλήσια σε αποχωρητήρια. Τους είδα να εξαπολύουν την περιφρόνησή τους για τις άλλες θρησκείες. Τους είδα στη Βηρυτό. Τη Βηρυτό που μέχρι την άφιξή τους ήταν τόσο πλούσια, τόσο ευτυχισμένη, τόσο κομψή και που σήμερα έχει γίνει ένα μίζερο αντίγραφο της Δαμασκού ή του Ισλαμαμπάντ… Τη Βηρυτό, όπου οι χριστιανοί είχαν αποδεχθεί τους Παλαιστίνιους…» Και αναρωτιέται: «Πώς έτσι κι οι σημερινοί δήθεν αριστεροί δεν αναφέρουν πια τη φράση του Καρόλου Μαρξ “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”; Γιατί δεν ανοίγουν το στόμα τους να καταγγείλουν τα θεοκρατικά καθεστώτα των ισλαμικών χωρών;».

Οργή και Περηφάνια
Στο βιβλίο της Οργή και Περηφάνια, που βρίθει πολύ προσβλητικών αναφορών κατά πολλών, όπως ο Γιασέρ Αραφάτ, η Φαλάτσι στρέφεται εναντίον αυτών που οι ριζοσπάστες του Ισλάμ θεωρούν μάρτυρες, ενώ καυτηριάζει και τις διασυνδέσεις ισλαμιστών και ακροαριστερών τρομοκρατών αλλά και τις καταστροφές των προϊσλαμικών μνημείων στις μουσουλμανικές χώρες. Τέλος, αναφέρεται «στο μονοπάτι της απέχθειας που τρέφουν οι μουσουλμάνοι για μας τις γυναίκες» και καυτηριάζει την υποκρισία των Ευρωπαίων φεμινιστριών: «Μπορείτε να μου πείτε γιατί όταν πρόκειται για τις αδελφές σας, τις μουσουλμάνες που τις βασανίζουν, τις ταπεινώνουν και τις δολοφονούν τα αληθινά αρσενικά –σοβινιστικά– γουρούνια, εσείς τηρείτε την ίδια σιωπή με τους μικρόψυχους άντρες σας; Μπορείτε να μου πείτε γιατί δεν οργανώνετε ποτέ κάποια εντυπωσιακή εκδήλωση διαμαρτυρίας έξω από την πρεσβεία του Αφγανιστάν ή της Σαουδικής Αραβίας;…Ή απλά δεν σας καίγεται καρφί για τις αδελφές σας τις μουσουλμάνες επειδή τις θεωρείτε κατώτερες; Σ’ αυτή την περίπτωση, ποιος είναι ο ρατσιστής, εγώ ή εσείς;».

Οριάνα Φαλάτσι: Η μαχητική δημοσιογραφία, η αντιφασιστική δράση, η σχέση με τον Αλέκο Παναγούλη και οι διώξεις για τις απόψεις της

Τα βιβλία της έχουν κυκλοφορήσει σε τουλάχιστον είκοσι μία γλώσσες και όπου εκδόθηκαν χαρακτηρίστηκαν ευπώλητα. Η αείμνηστη Οριάνα Φαλάτσι είναι μια από τις πλέον διαβασμένες συγγραφείς του κόσμου. Η διαδρομή της όμως, πρωτίστως δημοσιογραφική, αποτελεί πρότυπο για τους μαχόμενους δημοσιογράφους, μια οριακή ιχνηλασία ξεσηκωμών, συγκρούσεων, εξεγέρσεων και γενικότερα καταστάσεων όπου η παρουσία και μόνο απαιτεί σθένος. Πριν παραθέσουμε κάποια στοιχεία βιογραφικά, θα σας πούμε μόνο πως το 1979 ο ίδιος ο Αγιατολάχ Χομεϊνί της παραχώρησε συνέντευξη, την οποία για να πάρει η Ιταλίδα δημοσιογράφος φόρεσε τσαντόρ! Το οποίο στη διάρκεια της συνέντευξης στην πόλη Κομ έβγαλε, αποκαλώντας τον κατάμουτρα «τύραννο» και ασκώντας κριτική στο συντηρητικό μουσουλμάνο ηγέτη και κληρικό αλλά και στο Ισλάμ για την υποχρέωση που επέβαλαν στις γυναίκες να καλύπτουν την κεφαλή τους! Επίσης, κατάφερε να φέρει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση το δήμιο του Ελληνισμού της Κύπρου Χένρι Κίσινγκερ το 1972, αποσπώντας από αυτόν μια δήλωση ότι η σύγκρουση στο Βιετνάμ ήταν «άχρηστος πόλεμος» και αναγκάζοντας αργότερα τον Αμερικανό πολιτικό να ομολογήσει ότι η συνέντευξή του στη Φαλάτσι ήταν η πλέον καταστροφική συζήτηση που είχε ποτέ με δημοσιογράφο. Οι συνεντεύξεις της με τον Γιασέρ Αραφάτ, την Γκόλντα Μέιρ, τον Ντενγκ Ζιάο Πινγκ, τον Λεχ Βαλέσα, τον Σιν Κόνερι, τον Βίλι Μπραντ, τον Φεντερίκο Φελίνι, τον Σάχη της Περσίας, την Ίντιρα Γκάντι, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Αλί Μπούτο και τον Μουαμάρ Καντάφι έκαναν όλες πρωτοσέλιδα και άφησαν εποχή, αποτελώντας παράλληλα και σταθμούς για την παγκόσμια δημοσιογραφία.

Αντιφασιστική δράση
Γεννήθηκε στη Φλωρεντία τον Ιούνιο του 1929. Ο πατέρας της, Εντουάρντο, ήταν αντιφασίστας, ενώ ο θείος της, Μπρούνο, ήταν ο γνωστότερος Ιταλός δημοσιογράφος της εποχής του. Η ίδια εντάχθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία στην αντιφασιστική οργάνωση Giustizia e Libertà, που είχε ιδρυθεί το 1929 στο Παρίσι από τους Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες Κάρλο Ροσέτι, Ερνέστο Ρόσι, Αιμίλιο Λούσου και Αλμπέρτο Ταρκιάνι. Ξεκίνησε να γράφει το 1946, ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας Il mattino dell’Italia centrale. Κάλυψε ως ανταποκρίτρια τον Πόλεμο του Βιετνάμ, τον Ινδο-πακιστανικό πόλεμο, τη Μέση Ανατολή και τη Νότιο και Κεντρική Αμερική για τις κορυφαίες εφημερίδες της πατρίδας της, όπως η Corriere della Sera, αλλά και τα περιοδικά L’Europeo και Epoca – ακόμα και το 1991 βρέθηκε στο Ιράκ. Τραυματίστηκε πολύ σοβαρά (από τρεις σφαίρες) στη διάρκεια της σφαγής του Τλατελόλκο το 1968, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν πυρ κατά διαδηλωτών στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, στην Πόλη του Μεξικού, σκοτώνοντας δεκάδες, δέκα μόλις ημέρες πριν από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων που διεξήχθησαν εκεί. Όπως η ίδια γράφει, «κάποτε βγήκα ζωντανή από ένα νεκροτομείο όπου με είχαν πετάξει, νομίζοντας πως ήμουν νεκρή».

Η σχέση με τον Παναγούλη
Η Οριάνα Φαλάτσι υπήρξε σύντροφος του Αλέκου Παναγούλη και μετά το θάνατο του τελευταίου, το 1976, επέμεινε ότι ο ήρωας του αντιδικτατορικού αγώνα δολοφονήθηκε από υπολείμματα της χούντας, και έγραψε μάλιστα ένα σχετικό βιβλίο με τίτλο Un Uomo (Ένας άντρας), εμπνευσμένο από την υπόθεση. Πολλοί από το περιβάλλον της έλεγαν ότι δεν ξεπέρασε το χαμό του συντρόφου της ποτέ.

Εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Οι επτά αμαρτίες του Χόλιγουντ το 1954, με πρόλογο του Όρσον Γουέλς. Τιμήθηκε με πλήθος βραβείων (δύο φορές το δημοσιογραφικό St. Vincent, αλλά και τα Bancarella και Viareggio), της απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορος Λογοτεχνίας το 1979 από το Κολούμπια Κόλετζ στο Σικάγο και δίδαξε στα αμερικανικά πανεπιστήμια του Σικάγο, στο Γιέιλ, στο Χάρβαρντ και στο Κολούμπια.
Όμως τα μεγάλα δεινά της ξεκίνησαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όταν έγραψε τρία βιβλία ασκώντας ασυνήθιστα σκληρή κριτική στο Ισλάμ, μιλώντας για μια θρησκεία «που δεν παράγει τίποτε άλλο από θρησκεία», «το βουνό που ενδόμυχα μας φθονεί και κατά βάθος ζηλεύει το δικό μας τρόπο ζωής και γι’ αυτό προσπαθεί να μας φορτώσει την ευθύνη για την υλική και διανοητική μιζέρια του», αναφερόμενη παράλληλα στο «ναζι-φασισμό που συνοψίζεται στη συμπεριφορά των ισλαμιστών φονταμενταλιστών, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται» και προειδοποιώντας πως «από το Αφγανιστάν ως το Σουδάν, από την Παλαιστίνη ως το Ιράν, από την Αίγυπτο ως το Ιράκ, από την Αλγερία ως τη Σενεγάλη, από τη Συρία ως την Κένυα, από τη Λιβύη ως το Τσαντ, από το Λίβανο ως το Μαρόκο, από την Ινδονησία ως την Υεμένη, από τη Σαουδική Αραβία ως τη Σομαλία, το μίσος για τη Δύση εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά που τη σπρώχνει δυνατός άνεμος».

Οι διώξεις
Ακολούθησε θύελλα διώξεων εναντίον της από το κατεστημένο της «πολιτικής ορθότητας», ΜΚΟ και αριστερούς αντιρατσιστές αλλά και μουσουλμάνους, με τη Φαλάτσι όμως να μην κάνει πίσω. Το 2002, Το Ισλαμικό Κέντρο, ο Σομαλικός Σύνδεσμος, η οργάνωση SOS Racisme, αλλά και «ιδιώτες» μήνυσαν τη Φαλάτσι με αφορμή το βιβλίο της Οργή και Περηφάνια και καταφέρνοντας την έκδοση εντάλματος σύλληψης για παραβίαση του άρθρου 261 του ποινικού κώδικα της χώρας, με αποτέλεσμα να ζητηθεί η έκδοσή της στην Ελβετία, αίτημα που απορρίφθηκε φυσικά από τις ιταλικές Αρχές. Το Μάιο του 2005, ο επικεφαλής της Ένωσης Ιταλών Μουσουλμάνων κατέθεσε αγωγή εις βάρος της Φαλάτσι, βρίζοντας τους χριστιανούς και καλώντας μάλιστα για την εξόντωσή της, λέγοντας παράλληλα πως τα γραφόμενα της Ιταλίδας δημοσιογράφου ήταν προσβλητικά για το Ισλάμ. Στη Γαλλία, ισλαμικές οργανώσεις αλλά και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (MRAP & Ligue des Droits de l’ Homme) στράφηκαν κατά της δημοσιογράφου, κατηγορώντας τη για «ισλαμοφοβία» και «ρατσισμό». Δεν το έβαλε κάτω. Το 2005, μιλώντας στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, είπε πως η Ευρώπη, λόγω της ισλαμικής διείσδυσης, έχει μετατραπεί σε «Ευραβία». Αν και η ίδια δήλωνε άθεη, συναντήθηκε με τον Πάπα Βενέδικτο το 2005, μιλώντας μάλιστα μετά τη συνάντηση κολακευτικά για εκείνον, ενώ έχει γράψει πως «οι μελωδίες από τις καμπάνες συνεχίζουν να γλυκαίνουν την καρδιά μου». Βέβαια, στα βιβλία της είχε κάνει λόγο πριν για «ανεξήγητα φιλο-ισλαμική Καθολική Εκκλησία» και τονίζει πως οι μουσουλμάνοι έχουν μάθει «πώς να επηρεάζουν προς όφελός τους τον Πάπα», καλώντας μάλιστα το ρωμαιοκαθολικό ιεράρχη να έρθει στα σύγκαλά του!

Η «εξορία»
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Ιταλίδα δημοσιογράφος τα πέρασε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, αυτοαποκαλούμενη «εξόριστη»: «Έφτασε η στιγμή να το φωνάξω δυνατά και καθαρά στην Αμερική ζω σαν πολιτικός πρόσφυγας. Εννοώ ότι ζω στην πολιτική αυτοεξορία που η ίδια έχω επιβάλει στον εαυτό μου», έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου της Οργή και Περηφάνια. Στα κείμενά της εξαίρει τον αμερικανικό πατριωτισμό, μιλώντας αναφερόμενη στις ΗΠΑ για «ξεχωριστό έθνος» και για «την πιο ανυπέρβλητη σύλληψη που έχει εμφανιστεί ποτέ στη Δύση; Το πάντρεμα της ιδέας της Ελευθερίας με την Ιδέα της Ισότητας». Επίσης, αναφερόμενη στην Αμερικανική Επανάσταση, έγραψε πως διεξήχθη «χωρίς τις απαίσιες βιαιότητες της Γαλλικής Επανάστασης. Χωρίς τη φρίκη της λαιμητόμου, χωρίς σφαγές, σαν αυτές της Τουλόν, της Λυόν και του Μπορντό, χωρίς τις εκατόμβες της Βανδέας».
Απεβίωσε χτυπημένη από την επάρατη νόσο, το Σεπτέμβριο του 2006 στη Φλωρεντία, σε ηλικία 77 ετών και ετάφη δίπλα σε επιτύμβια στήλη προς τιμή του Αλέκου Παναγούλη, στο Γκαλούτζο.

Ο επίμαχος διάλογος με τον Αγιατολάχ Χομεϊνί
Οριάνα Φαλάτσι: Έχω ακόμα να σας ρωτήσω πολλά πράγματα. Για το τσαντόρ, για παράδειγμα, που υποχρεώθηκα να φορέσω για να έρθω και να πάρω τη συνέντευξη από εσάς, και το οποίο επιβάλλετε στις Ιρανές… Δεν αναφέρομαι μόνο στο φόρεμα, αλλά σε αυτό που εκπροσωπεί, εννοώ το απαρτχάιντ στο οποίο υποχρεώθηκαν οι Ιρανές μετά την επανάσταση. Δεν μπορούν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο, δεν μπορούν να εργαστούν με άνδρες, δεν μπορούν να κολυμπήσουν στη θάλασσα ή σε μια πισίνα με άνδρες. Πρέπει να τα κάνουν όλα ξεχωριστά, φορώντας το τσαντόρ τους. Μια και το έφερε ο λόγος, πώς μπορείς να κολυμπήσεις φορώντας το τσαντόρ;
Αγιατολάχ Χομεϊνί: Τίποτα από αυτά δεν σας ενδιαφέρει, οι συνήθειές μας δεν σας ενδιαφέρουν. Αν δεν σας αρέσει η ισλαμική ενδυμασία, δεν είστε υποχρεωμένη να τη φοράτε, μια και είναι για τις νέες γυναίκες και τις ευπρεπείς κυρίες.
Οριάνα Φαλάτσι: Αυτό είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, ιμάμη, μια και μου το λέτε αυτό, θα ξεφορτωθώ αμέσως αυτό το μεσαιωνικό κουρέλι. Ορίστε!