Τον Ευάγγελο Βενιζέλο τον έχω συναντήσει μόνο μία φορά στη ζωή μου, πριν από αρκετά χρόνια, στο πλαίσιο μιας εκδήλωσης που αφορούσε την παρουσίαση ενός βιβλίου του αγαπητού Θανάση Νιάρχου.
Όταν ολοκληρώθηκε η εκδήλωση, και λίγο πριν ο Βενιζέλος αποχωρήσει, ένιωσα την ανάγκη να τον πλησιάσω, να του σφίξω το χέρι και να τον συγχαρώ, εντυπωσιασμένος πραγματικά από την ευγλωττία του, τα εξαίρετα Ελληνικά του, την κοφτερή σκέψη του και τις καίριες επισημάνσεις του.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, σπεύδω να δηλώσω —εάν θυμάμαι καλά, το είχα πει και σε εκείνον— ότι ουδέποτε υπήρξα ψηφοφόρος του ιδίου ή του κόμματος στο οποίο ανήκει. Η προαναφερθείσα κίνησή μου ήταν απλώς το αποτέλεσμα της γοητείας που είχαν ασκήσει επάνω μου η πληθωρική παρουσία του, η πολυεπίπεδη ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας και η στέρεη επιχειρηματολογία του.
Κι όμως, ο πολιτικός αυτός, ο διανοούμενος αυτός, ένας άνθρωπος με σπάνιες κατά κοινή ομολογία αρετές, δεν είναι δημοφιλής, δεν είναι σεβαστός σε όλους, δε γίνεται αποδεκτός απ’ όλους.
Τουναντίον, συγκεντρώνει τα σφοδρά πυρά ομοϊδεατών και αντιπάλων, υβρίζεται, λοιδορείται και απαξιώνεται σε βαθμό ασύλληπτο για την αξία του και την προσωπικότητά του.
Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκ πρώτης όψεως δυσεξήγητη εκπαραθύρωσή του από το Κίνημα Αλλαγής, ενόψει μάλιστα των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου.
Δεδομένου ότι τα πολιτικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν σε σχέση με την ουσιαστική απομάκρυνσή του από την παράταξη στην οποία ανήκει κάθε άλλο παρά πειστικά μού φαίνονται, ενισχύεται η από μακρού χρόνου διαμορφωθείσα πεποίθησή μου ότι η εχθρική στάση της πλειονότητας των πολιτικών και των πολιτών απέναντί του έχει εντέλει ψυχολογικό υπόβαθρο.
Και εξηγούμαι: το πραγματικό πρόβλημα με τον Ευάγγελο Βενιζέλο δεν είναι οι όποιες πολιτικές απόψεις του, η εμπλοκή του στη διακυβέρνηση της χώρας επί μνημονίων, το μένος του εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ ή η θρυλούμενη οίησή του. Αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ο Βενιζέλος, απέχοντας παρασάγγας από τους μετρίους και τους ημιμαθείς που ως επί το πλείστον μας περιστοιχίζουν και δυστυχώς μας διαφεντεύουν, προκαλεί το φθόνο τους, την αποστροφή τους.
Στερούμενοι πραγματικής παιδείας και πάσχοντας από σύμπλεγμα κατωτερότητας, αυτοί οι μέτριοι και ημιμαθείς, αντί να αποζητούν τη συνεργασία του και τη συμμετοχή του, αντί να καταφεύγουν στα φώτα του, προτιμούν να τον πλήξουν, να τον μειώσουν, να τον φέρουν ει δυνατόν στα μέτρα τους και στα καλούπια τους.
Ας μην ξεχνάμε εν προκειμένω ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, ο μέχρι τούδε εκλεκτός της ελληνικής κοινωνίας, προωθώντας την υποψηφιότητα του Νάσου Ηλιόπουλου για το Δήμο Αθηναίων, είχε κάνει λόγο για «έναν από τους πολλούς», για «έναν από εμάς», και όχι —όπως θα ήταν ευκταίο— για έναν υποψήφιο καλύτερο από εμάς.